αναρίτης

αναρίτης
ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναρίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναριτᾶν — ἀναρίτης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίτου — ἀναρίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίταν — ἀναρίτᾱν , ἀναρίτης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀναρίτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίτας — ἀναρίτᾱς , ἀναρίτης masc acc pl ἀναρίτᾱς , ἀναρίτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”